ανέλιξη

ανέλιξη
[-ις (-εως)] η
1) прям. , перен. развёртывание; 2) развитие, эволюция; 3) воен, маневрирование, развёртывание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανέλιξη" в других словарях:

  • ανέλιξη — η το ξετύλιγμα, η εξέλιξη: Η ανέλιξη των κοινωνιών δεν ακολουθεί ευθεία ανοδική πορεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανέλιξη — η (Α ἀνέλιξις) [ανελίσσω] (νεοελλ. αντί του εξέλιξις (θεωρία της ανέλιξης) αρχ. 1. ξετύλιγμα, άπλωμα 2.(για χορό) αραίωση, ανάπτυξη του κύκλου 3. περιοδική επιστροφή, ανακύκληση …   Dictionary of Greek

  • ανελικτικός — ή, ό (Μ ἀνελικτικός, ή, όν) [ανελίσσω] εκείνος που αναφέρεται στην ανέλιξη, ο κατάλληλος για ανέλιξη …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ανέλιγμα — ἀνέλιγμα, το (Α) 1. κάθε τι που προέρχεται από ανέλιξη, ξεδίπλωμα 2. (για μαλλιά) ο βόστρυχος, η μπούκλα …   Dictionary of Greek

  • ανέλικτος — η, ο (Α ἀνέλικτος, ον) [ελίσσω] νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να έχει ανέλιξη, δεν μπορεί να εξελιχθεί αρχ. Ιατρ. εκείνος που δεν παρουσιάζει συστροφές ή περιστροφές …   Dictionary of Greek

  • ανελικτός — ή, ό όποιος μπορεί να παρουσιάσει ανέλιξη, ο εξελίξιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανελίσσω. Η λ. μαρτυρείται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό (1889, 1898)] …   Dictionary of Greek

  • αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O …   Dictionary of Greek

  • επαναβιβασμός — ἐπαναβιβασμός, ο (Α) η βαθμιαία ανέλιξη ενός συλλογισμού …   Dictionary of Greek

  • καπνομαντεία — Μορφή μαντείας κατά την αρχαιότητα. Βασιζόταν στη δοξασία ότι η ταχύτητα με την οποία ανυψώνεται ο καπνός των σφαγίων της θυσίας, το χρώμα του, ο αριθμός των τολυπών του και η διεύθυνσή του αποτελούσαν συμβολικά σημάδια της θέλησης των θεών.… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»